Φίλλω

Φίλλω
Φίλλης
masc gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Phillo — PHILLO, us, Gr. Φιλὼ, Φιλλὼ, οῦς, oder besser …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • Αλκιμέδων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας της Αρκαδίας. Η κόρη του Φιαλώ –σύμφωνα με άλλη εκδοχή Φιλλώ– συνδέθηκε με τον Ηρακλή από τον οποίο απέκτησε και ένα παιδί. O Α. απομόνωσε τη μητέρα και το παιδί σε ένα άγονο βουνό, για να πεθάνουν από ασιτία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”